- ἀλκάν
- ἀλκά̱ν , ἀλκήstrengthfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλκᾶν — Ἄλκης masc gen pl (doric aeolic) Ἀλκή fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκᾶν — ἄλκη elk fem gen pl (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκάν — Ἀλκά̱ν , Ἀλκή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώψ — εὐὼψ, ῶπος, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.) 2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» ευμενή βοήθεια, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωψ (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την… … Dictionary of Greek
Αλάσκα — (Alaska). Χερσόνησος της Bόρειας Αμερικής, που εκτείνεται προς τη βορειοανατολική Ασία, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπέρινγκ (ή Βερίγγειος). Μαζί με τις Αλεούτες νήσους αποτελεί πολιτεία (1.477.268 τ. χλμ., 634.892 κάτ. το 2001) των… … Dictionary of Greek